νιτρίλια

νιτρίλια
τα
χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων, παραγώγων τών καρβονικών οξέων, τού τύπου R-C=N, όπου R είναι μία οργανική ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitrile < νίτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ.Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισονιτρίλια — Οργανικές ενώσεις που είναι ισομερείς προς τα νιτρίλια. Είναι άχρωμα τοξικά υγρά, με πολύ έντονη οσμή, αδιάλυτα στο νερό αλλά διαλυτά στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Παρασκευάζονται από μείγμα χλωροφορμίου (CΗCl3) και πρωτοταγούς αμίνης (RΝΗ2) σε… …   Dictionary of Greek

  • θειαμίδια — Ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από τα αμίδια με αντικατάσταση του οξυγόνου τους από θείο. Έχουν γενικό τύπο R CS NH2 (όπου R αλκύλιο) και λαμβάνονται με επίδραση υδροθείου σε νιτρίλια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αμίδια. Είναι …   Dictionary of Greek

  • κυανυδρίνη — η χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων που περιλαμβάνουν στα μόριά τους χαρακτηριστικές ομάδες υδροξυλίου, είναι, δηλαδή, ταυτόχρονα αλκοόλες και νιτρίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanhydrin < cyan(o) (< κύανος) + hydrin… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • φθαλονιτρίλιο — το, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, νιτρίλιο τού ορθο φθαλικού οξέος, γνωστό και ως ορθοδικυανο βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalonitrile < phthal (< phthalic, βλ. φθαλικός) + nitrile (< νίτρο, βλ. νιτρίλια)] …   Dictionary of Greek

  • καρβυλαμίνες — Oργανικές ενώσεις ισομερών προς τα νιτρίλια, του τύπου RNC (όπου R αλκύλιο). Η πιο συνηθισμένη ονομασία τους είναι ισονιτρίλια. Βλ. λ. ισονιτρίλια …   Dictionary of Greek

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Ερνστ — I (Ernst Mayer, 1847 – Δρέσδη 1916). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής της οργανικής χημείας στο πολυτεχνείο της Δρέσδης. Έγραψε πολυάριθμες μελέτες (για τα νιτρίλια, τις αρωματικές αμίνες, τη φαινόλη, τη ναφθόλη κ.ά.) και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”